- εξαρχικός
- -ή, -ό (Μ ἐξαρχικός, -ή, -όν) [έξαρχος]εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαρχία ή στον εκκλησιαστικό έξαρχο («εξαρχικό γράμμα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαρχικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαρχία ή τον έξαρχο (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)